- ψωρή
- ψωρόςitchyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψώρη — ψώρα itch fem nom/voc sg (epic ionic) ψωράω pres imperat act 2nd sg (doric) ψωράω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ψωράω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψώρα — (psora). Γένος δισκολειχήνων της οικογένειας των λεκιδεϊδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 είδη, που τα συναντάμε πάνω στο χώμα, σε πέτρες και βράχους ή στους φλοιούς των δέντρων. Έχουν θαλλό κελυφοειδή. * * * η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α 1.… … Dictionary of Greek